- μειδίαμα
- το улыбка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μειδίαμα — και μειδίασμα, το (ΑM μειδίαμα, Α και μειδίασμα) [μειδιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μειδιώ, ελαφρό γέλιο, χαμόγελο νεοελλ. ειρωνικό χαμόγελο («με το μειδίαμα στα χείλη μέ κοίταξε και έφυγε») … Dictionary of Greek
μειδίαμα — το, ατος το χαμόγελο: Είχε στα χείλη ένα ειρωνικό μειδίαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μειδίαμα — μειδίᾱμα , μειδίαμα smile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
μειδιαστικός — ή, ό (Α μειδιαστικός, ή, όν) [μειδιώ] 1. αυτός που έχει σχέση με το μειδίαμα ή έχει κλίση προς το μειδίαμα 2. συνεκδ. αυτός που είναι συνήθως γελαστός, πρόσχαρος … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του … Dictionary of Greek
осклаблениѥ — ОСКЛАБЛЕНИ|Ѥ (2*), ˫А с. Улыбка: не обрѧщетьсѧ никдеже въ бж(с)твьнѣмь писании. ˫ако расми˫асѧ кто ихъ [святых отцов] до осклаблени˫а. плачюща же паче и слезѧще сего жити˫а ѿидоша. ПНЧ к. XIV, 165б; и ѡсклабленье многажды на похваленье бѧше. (τὸ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
осколоблениѥ — ОСКОЛОБЛЕНИ|Ѥ (2*), ˫А с. Улыбка: ѡко не прелщаѥмоѥ, ѡсколобленьѥ разумьно, паче же ѹстрьмлениѥ и осколоблению несытости смѣха ѹмъ дающи (μειδίαμα… μειδιοματος) ГА XIV1, 269в. Ср. осклаблениѥ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επιμειδίασις — ἐπιμειδίασις, ἡ (Α) [επιμειδιώ] ειρωνικό μειδίαμα … Dictionary of Greek
μείδημα — μείδημα, ατος, τὸ (Α) [μειδώ] το μειδίαμα, το χαμόγελο … Dictionary of Greek